- οδοστρωτήρας
- [-ήρ (-ήρος)] ο каток (дорожный)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οδοστρωτήρας — ο 1. αυτοκινούμενο συνήθως μηχάνημα με ογκώδεις κυλίνδρους στη θέση τών τροχών ή με σειρές ελαστικών τροχών, το οποίο χρησιμοποιείται για την κυλίνδρωση εδαφών, ιδίως κατά την εκτέλεση έργων οδοποιίας 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που ισοπεδώνει τα… … Dictionary of Greek
οδοστρωτήρας — ο 1. μηχάνημα με βαρύ κύλινδρο για το πάτημα του δρόμου. 2. μτφ., ενέργεια που δεν κάνει διακρίσεις ή τις απαραίτητες και δίκαιες εξαιρέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
Αλαβέρας, Τηλέμαχος — (Φιλιππούπολη 1926 –). Λογοτέχνης. Ασχολήθηκε σχεδόν με όλα τα είδη λογοτεχνικής γραφής και βραβεύτηκε επανειλημμένα για το έργο του. Ακόμα, είναι συνιδρυτής του λογοτεχνικού περιοδικού Νέα Πορεία (1955). Μεταξύ των δημοσιεύσεών του, αναφέρονται… … Dictionary of Greek